ναυτομεσίτης

ναυτομεσίτης
ο посредник при найме в торговый флот

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ναυτομεσίτης" в других словарях:

  • ναυτομεσίτης — ο αυτός που αναλαμβάνει να εξασφαλίσει, έναντι αμοιβής, στους πλοιοκτήτες πλήρωμα για το πλοίο τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»